- τουρλώνω
- τουρλώνω, τούρλωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τουρλώνω — και τρουλώνω Ν [τούρλα] 1. συγκεντρώνω υλικά για να σχηματίσω τούρλα, να κάνω σωρό 2. προβάλλω κάτι σαν σφαίρα, κάνω κάτι να προεξέχει σαν σφαίρωμα («γιατί τουρλώνεις έτσι την κοιλιά σου;») 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) τουρλωμένος, η, ο… … Dictionary of Greek
τουρλώνω — τούρλωσα, τουρλώθηκα, τουρλωμένος 1. κάνω κάτι να εξέχει σε σχήμα τούρλας: Τούρλωσε τις κοπριές στο χωράφι. 2. εξογκώνω, φουσκώνω: Τουρλώνει την κοιλιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τούρλωμα — το, Ν [τουρλώνω] το να τουρλώνει κάτι, η πράξη και το αποτέλεσμα τού τουρλώνω … Dictionary of Greek
τουρλωτός — ή, ό, Ν [τουρλώνω] 1. φουσκωτός, εξογκωμένος 2. αυτός που προεξέχει. επίρρ... τουρλωτά Ν με τρόπο που να προεξέχει κάτι … Dictionary of Greek
τρουλ(λ)ώνω — Ν βλ. τουρλώνω … Dictionary of Greek
τρουλώνω — βλ. τουρλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)